Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η φανέλα

См. также в других словарях:

  • φανέλα — και φλανέλλα, η, Ν 1. είδος χνουδωτού υφάσματος με ομαλή επιφάνεια ή με διαγώνιες ραβδώσεις πάνω σε αυτήν, υφασμένο με λαναρισμένα νήματα και με μέγεθος που ποικίλλει από πολύ λίγο μέχρι τόσο πολύ που να επισκιάζει την επιφάνεια τού υφάσματος… …   Dictionary of Greek

  • φανέλα — η (λ. ιταλ.) 1. είδος χνουδωτού υφάσματος μάλλινου ή μπαμπακερού: Το παντελόνι του είναι από φανέλα. 2. μαλακό εσώρουχο μάλλινο ή μπαμπακερό, που φοριέται κατάσαρκα και καλύπτει το πάνω μέρος του σώματος: Αθλητική φανέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανελένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από φανέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανέλα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • Κουμανταρέας, Μένης — (Αθήνα 1931 –). Πεζογράφος και μεταφραστής λογοτεχνίας. Δεν ακολούθησε ολοκληρωμένο κύκλο πανεπιστημιακών σπουδών και μετά τη θητεία του στο ναυτικό εργάστηκε για μια εικοσαετία σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Παράλληλα ασχολήθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • Menis Koumandareas — Μένης Κουμανταρέας Born 1931 Athens, Greece Occupation Writer Nationality Greek …   Wikipedia

  • Koumandareas — Menis Koumandareas (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 Weblinks // …   Deutsch Wikipedia

  • Menis Koumandareas — (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 …   Deutsch Wikipedia

  • μπαλένα — και μπανέλα και μπαλαίνα, η 1. κεράτινο έλασμα το οποίο λαμβάνεται από το στόμα τής φάλαινας και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ζωνών μέσης, στηθόδεσμων κ.λπ. 2. (κατ επέκτ.) έλασμα από άλλη ύλη το οποίο έχει παρόμοια χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ …   Dictionary of Greek

  • φανελάδικο — το, Ν φανελοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανέλα + κατάλ. άδικο (πρβλ. τυροπιτ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • φανελάς — ο, Ν [φανέλα] φανελοποιός …   Dictionary of Greek

  • φανελοποιός — ο, Ν κατασκευαστής φανελών 2. ιδιοκτήτης φανελοποιείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανέλα + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»